- ῥυποκόνδυλος
- ῥυποκόνδυλοςwith dirty knucklesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρυποκόνδυλος — ον, Α 1. (ιδίως για κάποιον που μιμείται τους Λάκωνες) αυτός που έχει ακάθαρτους κονδύλους, ρυπαρές αρθρώσεις δακτύλων 2. συνεκδ. γλίσχρος, πενιχρός, ελλιπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + κόνδυλος (πρβλ. μονο κόνδυλος)] … Dictionary of Greek
ῥυποκόνδυλον — ῥυποκόνδυλος with dirty knuckles masc/fem acc sg ῥυποκόνδυλος with dirty knuckles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυποκονδύλους — ῥυποκόνδυλος with dirty knuckles masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυποκονδύλων — ῥυποκόνδυλος with dirty knuckles masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυποκόνδυλοι — ῥυποκόνδυλος with dirty knuckles masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek